- λομπάρδα
- λομπάρδα και λουμπάρδα, ἡ (Μ)1. ολμοβόλο όπλο, κανόνι2. κανονιοβολισμός, κανονιά3. φρ. «δίνω λουμπάρδες» — κανονιοβολώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουμπάρδα — και λομβάρδα, η (Μ λουμπάρδα) η λομπάρδα, το κανόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda, πιθ. < ισπ. lombarda] … Dictionary of Greek